Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ημιθωράκιο
Greek Monolingual
το (Α ημιθωράκιον) το πρόσθιο μισό μέρος του θώρακα, δεξιό ή αριστερό. [ΕΤΥΜΟΛ.<ημι- +θωράκ-ιο(ν) (< θ. θωρακ- του θώραξ, -ακος+ υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδίον)].