ἡμικοτύλιον, τὸ (Α)μέτρο χωρητικότητας υγρών, μισή κοτύλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κοτύλ-ιον (< θ. κοτύλ- του κοτύλη + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδίον)].