ημιπίθηκος

Greek Monolingual

ο
ζωολ. παλαιός χαρακτηρισμός πιθήκων, ενδιάμεσος τύπος μεταξύ τετραχείρων και χειροπτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + πίθηκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ποθητό Ψαρά].