ημιτέταρτον
Greek Monolingual
ἡμιτέταρτον, τὸ (Α)
(επιγρ. και πάπ.)
1. μικρό μολύβδινο βαρίδι που αντιστοιχούσε με το όγδοο της μνας
2. τα τρία τέταρτα ενός πράγματος.
ἡμιτέταρτον, τὸ (Α)
(επιγρ. και πάπ.)
1. μικρό μολύβδινο βαρίδι που αντιστοιχούσε με το όγδοο της μνας
2. τα τρία τέταρτα ενός πράγματος.