βαρίδι

From LSJ

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source

Greek Monolingual

το (Α βαρύδιον και βαρύλλιον)
νεοελλ.
1. το κινητό αντίβαρο της ζυγαριάς ή της πλάστιγγας
2. η στάθμη, το ζύγι των οικοδόμων
3. το εκκρεμές του ρολογιού
4. το γλωσσίδι του κουδουνιού
5. το βάρος που κρέμεται από το στημόνι του αργαλιού για να το κρατά τεντωμένο
6. στον πληθ. τα δύο μετάλλινα βάρη του εκκρεμούς του ρολογιού
7. οι όρχεις
αρχ.
στον πληθ. μέτρο βάρους υγρών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βαρίδι < βάρος + (υποκορ. κατάλ.) -ίδι, το δε αρχ. βαρύλλιον < βάρος + (υποκορ. κατάλ.) -ύλλιον (πρβλ. δασύλλιον < δάσος, δενδρύλλιον < δένδρον, ειδύλλιον < είδος, επύλλιον < έπος κ.ά.). Τέλος, ο τ. βαρύδιον είναι εσφαλμένη γραφή αντί βαρύλλιον.