ἡμιφανής, -ές (Α)αυτός που φαίνεται κατά το ήμισυ, που είναι ακάλυπτος κατά το ήμισυ. Επιρρ. ἡμιφανῶς (Α)με ημιφανή τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φανής (< φαίνω), πρβλ. αφανής, διαφανής].