Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ηνιόστροφος
Greek Monolingual
ἡνιόστροφος, -ον (Α) αυτός που οδηγείται με ηνία, με χαλινούς. [ΕΤΥΜΟΛ.<ηνία+ -στροφος (<στρό-φος<στρέφω), πρβλ. αγχί-στροφος «αυτός που στρέφεται γρήγορα»].