ηπατίας

Greek Monolingual

ἡπατίας, o (Α)
ηπατικός («ἡπατίαι λοβοί», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + κατάλ. -ίας (πρβλ. ασθματίας, ιζηματίας)].