ηπατορραγία

Greek Monolingual

η
αιμορραγία του ήπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatorrhagia < hepato- (πρβλ. ηπατο- < ήπαρ, -ατος) + -rrhagia (πρβλ. -ρραγία < θ. ραγ- του ερράγην του ρήγνυμι)].