ηπατοτοξαιμία

Greek Monolingual

η
δηλητηρίαση που προέρχεται από το ήπαρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatotoxemia < hepato- (πρβλ. ηπατο- < ήπαρ, -ατος) + toxemia (πρβλ. τοξαιμία)].