ηπατόλιθος

Greek Monolingual

ο
χολόλιθος, πέτρα στη χολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hepatolith < hepato- (πρβλ. ηπατο- < ήπαρ, -ατος) + lith (πρβλ. λίθος)].