ἡρωογονία, ἡ (Α)(κατά τον Πρόκλο) ως κύρ. όν.. Ήρωογονίατίτλος ποιήματος του Ησιόδου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως, -ωος + -γονία (< -γονος < γίγνομαι), πρβλ. θεογονία].