ηρωολατρία
Greek Monolingual
η
1. η λατρεία που προσφέρεται στους ήρωες, ο υπερβολικός θαυμασμός προς έναν ήρωα (ζωντανό ή νεκρό)
2. η λατρεία ή ο υπερβολικός θαυμασμός προς έναν θνητό που αγγίζει τα όρια της λατρείας ηρώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηρωολάτρης (και όχι από ήρως + λατρεία < λατρεύω απ' όπου προκύπτει ο εσφ. τ. ηρωολατρεία)].