θέη

English (LSJ)

Ionic for θέα.

Russian (Dvoretsky)

θέη: ἡ ион. = θέα.

Greek (Liddell-Scott)

θέη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ θέα.

Greek Monolingual

θέη, ή (Α)
ιων. τ. του θέα.

Greek Monotonic

θέη: ἡ, Ιων. αντί θέα.