θέρμασμα

English (LSJ)

-ατος, τό, warm fomentation, Hp.Acut.16 (pl.), Gal.UP 4.8.

German (Pape)

[Seite 1201] τό, Erwärmung, bes. Umschlag, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

θέρμασμα: τό, «ζέσταμα», θερμὸν κατάπλασμα, Ἱππ. π. Ὀξ.386.

Greek Monolingual

το (Α θέρμασμα) θερμαίνω
θερμό κατάπλασμα.