θήσω

English (LSJ)

ἥσω, αἰτήσω (Boeot.), Hsch.; θησόμενοι· αἰτούμενοι, Id.; θησάμενοι· αἰτησάμενοι (Cret.), Id. (Prob. forms of θέσσασθαι, q.v.)

French (Bailly abrégé)

v. τίθημι.

Greek Monotonic

θήσω: μέλ. του τίθημι, Δωρ. θησῶ.

Russian (Dvoretsky)

θήσω: fut. к τίθημι.