θέσσασθαι
Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik
English (LSJ)
poet. aor. pray for, c. acc. θεσσάμενος γενεήν Hes.Fr. 201; γλυκερὸν νόστον Archil.11; παίδων γένος A.R.1.824, cf. Euph. 136: c. inf., τάν ποτ' εὔανδρον [εἶναι]… θέσσαντο prayed that this land might be... Pi.N.5.10 (Hsch. also has θέσσεσθαι, θεσσόμενος, θήσω, θησόμενοι, θησάμενοι):—hence Adj. θεστός, only in compounds ἀπόθεστος, πολύθεστος (q.v.), Boeot. pr. n. Θεόφειστος, Ion. Ἐρμόθεστος. (Perh. gu̯hedh-, cf. πόθος (fr. φόθος), OIr. -guidiu, Welsh gweddïo 'pray', Lith. gedėti 'mourn'; θήσω, θησόμενοι, θησάμενοι seem to be analogical formations.)
German (Pape)
[Seite 1204] nur p. u. im aor., auflehen, flehend Schutz suchen, = ἱκετεύειν; θέσσαντο Pind. N. 5, 10, Schol. ηὔξαντο; θεσσάμενος Hes. frg. 23; θεσσάμενοι Ap. Rh. 4, 824, was vom Schol. Par. erkl. wird αἰτήσαντες, ἐξ αἰτήσεως ἀναλαβόντες, vgl. Archil. frg. 55. Vielleicht hängt es mit τίθημι zusammen oder mit θάσσειν, vgl. Buttm. Lexil. II p. 111.
Greek (Liddell-Scott)
θέσσασθαι: ποιητ. ἀόρ. = αἰτῆσαι (Ἡσύχ.), εὔχομαι, ζητῶ διὰ προσευχῆς, μετ’ αἰτιατ., θεσσάμενος γενεὴν Ἡσ. Ἀποσπ. 23 (9)· γλυκερὸν νόστον Ἀρχίλ. 10· παίδων γένος Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 824· μετ’ ἀπαρ., τάν ποτ’ εὔανδρον εἶναι... θέσσαντο, ηὐχήθησαν νὰ εἶναι ἡ χώρα αὕτη..., Πίνδ. Ν. 5. 18. - Ἐντεῦθεν τὸ ῥημ. ἐπίθ. θεστός, ἐν τοῖς Ὁμηρ. Συνθέτοις ἀπόθεστος, πολύθεστος. ((Ἡ√ΘΕΣ κατὰ Κούρτ. Φαίνεται ἐν τῇ λ. θεός, ὃ ἴδε).
English (Slater)
θέσσασθαι def. aor., prayed (to be) c. pred. adj. (Αἴγινα) τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο πὰρ βωμὸν πατέρος Ἑλλανίου στάντες (N. 5.10)
Greek Monolingual
θέσσασθαι (Α)
(ποιητ. απρμφ μέσ. αορ.)
προσεύχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέθ-σασ-θαι. Πρόκειται για ποιητ. αόριστο ο οποίος αντιστοιχεί στον ενεστ. ποθώ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα gwhedh- «ζητώ, ποθώ», από την οποία προέρχονται επίσης τα: αρχ. ιρλ. υποτ. -gessam και αβεστ. ενεστ. ĵaidyemi = αρχ. περσ. ĵadiyāmiy «ζητώ». Εμφανίζει ρηματ. επίθετο -θεστός, μόνο εν συνθέσει ως β' συνθετικό (πρβλ. άθεστος, απόθεστος, πολύθεστος)].
Greek Monotonic
θέσσασθαι: ελλειπτ. αόρ. αʹ, προσεύχομαι, ζητώ με προσευχή, σε Πίνδ. (αμφίβ. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: pray, ask. θέσσεσθαι αἰτεῖν, ἱκετεύειν; θεσσόμενος δεόμενος, ζητούμενος, ἱκετεύων H.
Other forms: aor., ptc. θεσσάμενος, ind. 3. pl. θέσσαντο pray (Hes., Archil.);
Compounds: as 2. member in πολύ-θεστος a. o., prob. also in ἀπό-θεστος (s. v.), Ἀγλω-θέστης (Fraenkel Nom. ag. 1, 14 n. 2).
Derivatives: Θεστορίδης, Θεστόρειος; Θέστωρ "entreater", father of Kalchas etc. (Il.)
Origin: IE [Indo-European] [488] *gʷʰedh- pray
Etymology: From *θέθ-σασθαι, sigmatic aorist beside ποθέω entreat, s. πόθος. This and Boeot. Θιό-φειστος we get IE *gʷʰedh-, from where a. o. the OIr. s-subj. 1. pl. -gessam (: θέσσασθαι; ind. guidiu pray = ποθέω) and the OldIran. yot-present Av. ǰaiδyemi = OP. ǰadiyāmiy pray, which may be identical to the supposed present θέσσεσθαι (IE *g ʷʰedh-i̯-). - On the peoples name Θεσσαλοί s.v.
See also: Weiteres s. πόθος.
Middle Liddell
defect. aor1]
to pray, Pind. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
θέσσασθαι: {théssasthai}
Forms: Aor., Ptz. θεσσάμενος, Ind. 3. pl. θέσσαντο
Grammar: v.
Meaning: anflehen (Hes., Archil., Pi., H.); θέσσεσθαι· αἰτεῖν, ἱκετεύειν, θεσσόμενος· δεόμενος, ζητούμενος, ἱκετεύων H.
Composita: als Hinterglied in πολύθεστος u. a., wohl auch in ἀπόθεστος (s. d.), Ἀγλωθέστης (Fraenkel Nom. ag. 1, 14 A. 2 m. Lit.).
Derivative: Davon Θέστωρ "Fleher", Vater des Sehers Kalchas usw. (Il. u. a.) mit Θεστορίδης, Θεστόρειος;
Etymology: Hierher vielleicht noch der Volksname Θεσσαλοί, thess. Πετθαλοί, böot. Φετταλοί, vgl. Schwyzer 90 A. 1 und 483. Aus *θέθσασθαι, sigmatischem Aorist neben ποθέω ersehnen, s. πόθος. Aus diesem und böot. Θιόφειστος ergibt sich ein idg. *gu̯hedh-, wovon u. a. der air. s-Konj. 1. pl. -gessam (: θέσσασθαι; Ind. guidiu bitte = ποθέω) und das altiran. Jotpräsens aw. ǰaiδyemi = apers. ǰadiyāmiy bitte, das dem mutmaßlichen Präsens θέσσεσθαι unmittelbar gleichgesetzt werden kann (idg. *gu̯hedh-i̯-). Weiteres s. πόθος.
Page 1,668