θαλαμίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = θαλαμηπόλος, An.Ox.2.376.

German (Pape)

[Seite 1182] ίδος, ἡ, = θαλαμεύτρια, Cramer's Anecd. Ox. 2 p. 376, 9.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰλᾰμίς: -ίδος, ἡ, = θαλαμεύτρια, Ἀν. Ὀξ. 2. 376.

Greek Monolingual

θαλαμίς, -ίδος, ή (Α) θάλαμος
η θαλαμηπόλος.