θάλαμος

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θᾰ́λᾰμος Medium diacritics: θάλαμος Low diacritics: θάλαμος Capitals: ΘΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: thálamos Transliteration B: thalamos Transliteration C: thalamos Beta Code: qa/lamos

English (LSJ)

[θᾰ], ὁ,
A an inner room or chamber, surrounded by other buildings: freq. in Hom.,
1 generally, women's apartment, inner part of the house, like μυχός, Il.3.142,174, Od.4.121, etc.: in plural, Il.18.492; ἐκ τῶν ἀνδρεώνων… ἐς τοὺς θ. Hdt.1.34.
2 a special chamber in this part of the house,
a bedroom, especially of the lady of the house, Il.3.423, al., Hdt.1.12, 3.78, Plu.Alc.23; esp. bridechamber, Il.11.227, Pi.P.2.33 (pl.), S.Tr.913, E.Hipp.540 (lyr., pl.); also, bedroom of an unmarried son, Od.1.425, 19.48.
b store-room, esp. for valuables, Il.24.191, Od.21.8, X.Oec.9.3, etc.; ὄλβου διοίγων θάλαμον E.Fr.285.8.
c generally, chamber, room, Od.23.192, POxy. 1144.2 (i/ii A.D.).
3 house, mansion (not in Hom.), Pi.O.5.13 (pl.), 6.1; βασιλικοὶ θάλαμοι E.Ion 486 (lyr.).
II metaph., ὁ παγκοίτας θάλαμος, of the grave, S.Ant.804 (anap.); τυμβήρης θάλαμος, of the prison of Danae, ib.947 (lyr.); θάλαμοι ὑπὸ γῆς = the realms below, A.Pers.624; γᾶς θάλαμοι E.HF807 (lyr.); θάλαμος Περσεφονείας = dwelling of Persephone = the underworld, Id.Supp.1022 (lyr.); θάλαμος Ἀμφιτρίτας = home of Amphitrite, of the sea, S.OT195 (lyr.); πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου θαλάμοις = deep-wooded coverts of Olympus E.Ba.561 (lyr., θαλάμαις cj. Barnes); ἀρνῶν θάλαμος = sheepfold, folds or pens, Id.Cyc. 57 (lyr.).
III the lowest, darkest part of the ship, the hold, Timae. 114, Poll.1.87; cf. θαλάμη ΙΙ.
IV used of certain mystic shrines or chapels, sacred to Apis, Ael.NA11.10, cf. Plin.HN8.185; the innermost shrine, Luc.Syr.D.31.

German (Pape)

[Seite 1182] ὁ (nach Passow mit θάλπω zusammenhangend, eigtl. ein Ort, wo es warm ist?), bei Hom. Bezeichnung für jedes Zimmer, welches außer dem Saale oder den Säälen im Hause ist, Schlafzimmer, Wohnzimmer der Frau, der Tochter, des unverheiratheten Sohnes, Schlafzimmer des Ehepaares, Brautgemach; auch ein Schlafzimmer in einem besonderen Gebäude auf dem Hofe, Odvss. 1, 425; Vorrathskammer, Iliad. 6, 288 Odyss. 2, 337; vgl. Xen. ὁ μὲν γὰρ θάλαμος ἐν ὀχυρῷ ὢν τὰ πλείστου ἄξια καὶ στρώματα καὶ σκεύη παρεκάλει, Oec. 9, 3. – Nach Homer gew. Braut-, Schlafgemach, μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο Pind. P. 2, 33; τὸν Ἡράκλειον θάλαμον Soph. Tr. 909; Eur. ἔχουσα πόσιν ἐν θαλάμοισιν, Troad. 854; auch in Prosa, Her. 1, 34, den ἀνδρεῶνες entgeggstzt; ἐξέδραμε τοῦ θαλάμου παρὰ τῆς γυναικός Plut. Alcib. 23; τοῦ βασιλικοῦ θαλάμου φύλακες Hdn. 3, 12, 2. – Allgem., Aufenthaltsort, Behausung, σύ τε πέμπε χοὰς θαλάμους ὕπο γῆς Aesch. Pers. 616; Eum. 958; κρυπτομένα δ' ἐν τυμβήρει θαλάμῳ, von der Danae, Soph. Ant. 938; von der Unterwelt, τὸν παγκοίταν ὅθ' ὁρῶ θάλαμον τήνδ' Ἀντιγόνην ἀνύτουσαν, die zugleich ihr Brautgemach werden soll, 798 (Eur. nennt den Hades Περσεφονείας θάλαμοι, Suppl. 1022); das Meer heißt μέγας θάλαμος Ἀμφιτρίτης, O. R. 195; βασιλικοί, der Palast, Eur. Ion 486; auch ἀρνῶν, von den Ställen, Cycl. 57. Von Bienenzellen, Antiphil. 29 (IX, 404). – Im Schiffe hieß so der unterste Schiffsraum, Ath. II, 37 b, wo die Ruderbänke der θαλαμῖται angebracht waren. – In Aegypten = kleine Kapelle, Ael. H. A. 11, 10; – Luc. de dea Syr. 31 = das Allerheiligste im Tempel.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. chambre :
1 chambre nuptiale;
2 chambre à coucher;
3 appartement des femmes;
4 chambre de réserve (garde-meubles, garde-robes, office);
5 chambre en gén.
II. p. ext.
1 maison;
2 habitation, séjour en gén. : θάλαμος ὑπὸ γῆς ESCHL le séjour souterrain, càd les enfers ; θάλαμος Ἀμφιτρίτας SOPH le séjour d'Amphitrite, càd la mer;
3 en Égypte chapelle où résidait le bœuf Apis ; sanctuaire en gén.
Étymologie: DELG cf. θόλος.

Russian (Dvoretsky)

θάλᾰμος: (θᾰ) ὁ
1 (отдельная) комната, (внутренний) покой: Τηλέμαχος ἐκ μεγάροιο βεβήκει κείων ἐς θάλαμον Hom. Телемах вышел из дома, отправившись лечь (спать) в (свою) комнату; ἀκόντια καὶ δοράτια ἐκ τῶν ἀνδρεώνων ἐς τοὺς θαλάμους ἐκκομίζειν Her. перенести дротики и копья из мужских (внешних) покоев во внутренние (женские);
2 брачный покой Pind., Eur.;
3 опочивальня, спальня (Ἑλένη ἐκ θαλάμοιο ἤλυθεν Hom.);
4 (тж. πλούθου θ. Plut.) кладовая (θ., ἔνθ᾽ ἔσαν οἱ πέπλοι Hom.): θ., ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο, ἐσθής τ᾽ ἐν χηλοῖσιν Hom. кладовая, где лежали груды золота и меди, одежда в сундуках;
5 дом, здание: θάλαμον γνωτούς τε λιττοῦσα Hom. оставив (родной) дом и братьев; οἱ βασιλικοὶ θάλαμοι Eur. царские чертоги, дворец;
6 жилище, местопребывание: θάλαμοι ὑπὸ γῆς Aesch., θάλαμοι γᾶς или θάλαμοι Περσεφονείας Eur. подземное царство; μέγας θ. Ἀμφιτρίτας Soph. обширная обитель Амфитриты, т. е. море; θ. ἀρνῶν Eur. овчарня; ὁ κηροπαγὴς θ. Anth. восковая обитель, т. е. пчелиный улей Anth.; ὁ παγκοίτας θ. Soph. всеуспокаивающее жилище, т. е. могила;
7 святилище (θ. ἐν τῷ νηῷ Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

θάλᾰμος: ὁ, ἐσώτερον δωμάτιον, κοιτών, περὶ ὃν ἄλλα δωμάτια ὑπῆρχον· συχν. παρ’ Ὁμ. 1) καθόλου, ὁ γυναικών, τὸ ἐσώτατον μέρος τῆς οἰκίας, ὡς τὸ μυχός, Ἰλ. Γ. 142, 174, Ὀδ. Δ. 121, κτλ.· ὄπισθεν τοῦ προδόμου, Ἰλ. Ι. 469· οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐκ τῶν ἀνδρεώνων... ἐς τοὺς θ. Ἡρόδ. 1. 34. 1) ἰδιαίτερος κοιτὼν ἐν τῷ διαμερίσματι τούτῳ τῆς οἰκίας, α) κοιτών, ἰδίως τῆς οἰκοδεσποίνης (πρβλ. παστὰς ΙΙΙ, παστός), Ἰλ. Γ. 423, Ζ. 16, Λ. 227, Ὀδ. Κ. 340, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 12., 3. 78· ἰδίως ὁ νυμφικὸς κοιτών, Ἰλ. Σ. 492 (ἥτις σημασία βραδύτερον κατέστη γενικωτάτη, Πίνδ. Π. 2. 60, Σοφ. Τρ. 913, Εὐρ. Ἱππ. 540, κτλ., πρβλ. Becker Χαρικλ. 267)· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὁ κοιτών τῶν ἀγάμων υἱῶν, Ὀδ. Α. 425, Τ. 48. β) ἀποθήκη, «κελλᾶρι», δωμάτιον, ἐν ᾧ ἐνδύματα, ὅπλα, κειμήλια πολύτιμα, ὡς καὶ οἶνος καὶ τροφαὶ ἐφυλάττοντο ὑπὸ τὴν φροντίδα τῆς ταμίης, Ἰλ. Ξ. 191, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 9, 3 (ἔνθα ὅμως χρησιμεύει μόνον ὡς ἀποθήκη στρωμάτων, σκεπασμάτων κ.τ.τ.)· ἐν τῷ ἐσχάτῳ ἄκρῳ τῆς οἰκίας, Ὀδ. Φ. 8· συχνάκις καλούμενος ὑψόροφος Β. 337, Θ. 439, Ἰλ. Γ. 423, κτλ.· ὄλβου διοίγων θάλαμον Εὐρ. Ἀποσπ. 287. 8. γ) καθόλου, κοιτών, δωμάτιον, Ὀδ. Ψ. 192. δ) γενικ., οἰκία, κατοικία, Ἰλ. Ζ. 248, Ι. 582, πρβλ. Πίνδ. Ο. 5. 30., 6. 2· βασιλικοὶ θ. Εὐρ. Ἴωνι 486. ΙΙ. μεταφ., ὁ παγκοίτας θ., περὶ τοῦ ᾍδου, Σοφ. Ἀντ. 804· τυμβήρης θ., ἐπὶ τῆς κιβωτοῦ τῆς Δανάης, αὐτόθι 947· θάλαμοι ὑπὸ γῆς, τὰ βασίλεια τοῦ Ἅδου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 624· γᾶς θάλαμοι Εὐρ. Ἡρ. Μαίν. 807· θ. Περσεφονείας ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 1022· θ. Ἀμφιτρίτης, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Σοφ. Ο. Τ. 195· πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου θαλάμοις Εὐρ. Βάκχ. 560· ἀρνῶν θ., αἱ μάνδραι αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 57· ἐπὶ κυψελῶν μελισσῶν, Ἀνθ. Π. 9. 404. ΙΙΙ. τὸ κατώτατον καὶ σκοτεινότατον μέρος τοῦ πλοίου, ἔνθα οἱ θαλαμῖται ἐκάθηντο, Ἀθήν. 37D, Πολυδ. Α΄, 87· πρβλ. θαλάμη ΙΙ. IV. ἐν χρήσει ἐπί τινων μυστικῶν ἱερῶν ἢ ναΐσκων ἀφιερωμένων εἰς τὸν Ἆπιν, Αἰλ. π. Ζ. 11. 10, πρβλ. Πλίν. 8. 71· τὸ ἐσώτατον τοῦ ἱεροῦ, τὸ ἄδυτον, ἐς μὲν οὖν τὸν μέγαν νηὸν πάντες εἰσέρχονται, ἐς δὲ τὸν θάλαμον οἱ ἱερεῖς μοῦνον Λουκ. Συρ. Θ. 31· ναός, Ἀνθ. Π. 1. 32· πρβλ. Λοβ. Ἀγλαοφ. 1. σ. 26 κἑξ.

English (Autenrieth)

the rear portion of the house, hence any room, chamber therein; e. g. women's chamber, Od. 4.121; room for weapons, Od. 19.17; store-room, Od. 2.337; bedchamber, Il. 3.423 .—θάλαμόνδε, to the chamber. (See table III., at end of volume.)

English (Slater)

θᾰλᾰμος (-ου, -ῳ, -ον; -ων, -οις, -ους.)
   a
   I chamber, hall, pl. mansion κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (O. 5.13) τοὺς δ' ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά (sc. εὐφραίνει) fr. 221. 3. “πρὸς Αἰήτα θαλάμους” (P. 4.160)
   II esp., bedchamber Λικύμνιον ἐλθόντ' ἐκ θαλάμων Μιδέας (pl. pro sing.) (O. 7.29) πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ, δαμεῖσα ἐν θαλάμῳ (P. 3.11) θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας (P. 9.68) ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν (N. 1.42) μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο (pl. pro sing.) (P. 2.33)
   b inner part of a temple, sanctuary Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον (εἰς τὸ πρυτανεῖον. Σ.) (N. 11.3) χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας (τὸ προοίμιον. Σ.) (O. 6.1) φοινικοεάνων οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου fr. 75. 14.

Greek Monolingual

ο (AM θάλαμος)
1. δωμάτιο, κάμαρα
2. διαμέρισμα για διαμονή και ύπνο (α. «θάλαμος πλοίου» — καμπίνα
β. «θάλαμος νοσοκομείου»)
3. γαμήλιο δωμάτι
νεοελλ.
1. ανατ. δίδυμος συμμετρικός ωοειδής σχηματισμός φαιάς νευρικής ουσίας στον εγκέφαλο
2. βοτ. άλλη ονομασία της ανθοδόχης
3. τεχνολ. ο κλειστός χώρος μιας μηχανής μέσα στον οποίο γίνεται κάποια συγκεκριμένη λειτουργία της («θάλαμος καύσης»)
4. φρ. α) «θάλαμος αερίων» — χώρος θανάτωσης ή εκτέλεσης με δηλητηριώδη αέρια
β) «τηλεφωνικός θάλαμος» — μικρός χώρος που χρησιμοποιείται για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες
γ) ανατ. «πρόσθιος θάλαμος» — το τμήμα του οφθαλμού που περιλαμβάνεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και της ίριδας και το οποίο περιέχει υδατοειδές υγρό
δ) «σκοτεινός θάλαμος»
i) φυσ. κλειστό κιβώτιο που φέρει στη μια έδρα μικρή οπή διά μέσου της οποίας το φως εισερχόμενο σχηματίζει ανεστραμμένα τα είδωλα τών αντικειμένων
ii) (φωτογρ.) χώρος με δυνατότητα συσκότισης στον οποίο γίνονται διαφορές εργασίες της φωτογραφικής τέχνης
αρχ.
1. το εσώτερο μέρος του σπιτιού, ιδίως ο γυναικωνίτης («ἐκ δ' Ἑλένη θαλάμοιο θυώδεος ὑψορόφοιο ἤλυθεν», Ομ. Οδ.)
2. κοιτώνας τών άγαμων παιδιών
3. σπίτι, τόπος διαμονής (α. «βασιλικοί θάλαμοι», Ευρ.
β. «ἀρνῶν θαλάμοις» — στις στάνες, Ευρ.)
4. το κατώτατο και σκοτεινότατο μέρος του πλοίου
5. το άδυτο του ναού («ἐς μὲν οὖν τὸν μέγαν νηὸν πάντες εἰσέρχονται, ἐς δὲ τὸν θάλαμον οἱ ἱερεῖς μοῦν ον», Λουκιαν.)
6. ναός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με το θόλος και έχει πιθ. προελληνική προέλευση.
ΠΑΡ. θαλάμη
αρχ.
θαλαμαίος, θαλάμαξ, θαλαμεύω, θαλαμεύομαι, θαλαμήιος, θαλαμιά, θαλαμίας, θαλάμιος, θαλαμίς, θαλαμίτης, θαλαμόνδε
νεοελλ.
θαλάμι, θαλαμίσκος, θαλαμωτός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θαλαμηγός, θαλαμηπόλος
αρχ.
θαλαμοποιός
νεοελλ.
θαλαμανθή, θαλαμάρχης, θαλαμοειδής, θαλαμοτομία, θαλαμοφόρα, θαλαμοφύλακας. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφιθάλαμος, ενθάλαμος, νεοθάλαμος, ομοθάλαμος
νεοελλ.
αεριοθάλαμος, αεροθάλαμος, αντιθάλαμος, ατμοθάλαμος, διθάλαμος, θερμοθάλαμος, καπνοθάλαμος, λεβητοθάλαμος, μονοθάλαμος, νεκροθάλαμος, οξυγονοθάλαμος, προθάλαμος, υδροθάλαμος].

Greek Monotonic

θάλᾰμος: ὁ, τα εσωτερικά δωμάτια ή η κρεβατοκάμαρα
I. 1. γενικά, τα γυναικεία διαμερίσματα, το εσωτερικό τμήμα του σπιτιού, σε Όμηρ., Ηρόδ.
2. κάμαρα σε αυτό το τμήμα του σπιτιού· α) η κρεβατοκάμαρα, σε Ομήρ. Ιλ.· η νυφική κάμαρα, στο ίδ., Σοφ., κ.λπ. β) αποθήκη, κελάρι, σε Ξεν. γ) γενικά, δωμάτιο, κάμαρα, σε Ομήρ. Οδ.
II. μεταφορ., ὁ παγκοίτας θάλαμος, λέγεται για το ταφικό μνημείο, σε Σοφ.· τυμβήρης θάλαμος, λέγεται για την κιβωτό της Δαναής, στον ίδ.· θάλαμοι ὑπὸ γῆς, τα βασίλεια του Άδη, σε Αισχύλ.· θάλαμος Ἀμφιτρίτης, λέγεται για τη θάλασσα, σε Σοφ.· ἀρνῶν θάλαμοι, οι μάνδρες τους ή οι στάνες τους, σε Ευρ., κ.λπ.
III. το κατώτερο τμήμα του πλοίου, στο οποίο κάθονταν οι θαλαμῖται, το αμπάρι·
IV. ναός, μυστικό ιερό, άδυτο, σε Ανθ. Π.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: inside room at the back of a house (as opposed to μέγαρον, δῶμα), as room for women and sleepingroom, also as room for provisions (Il.; on the meaning Wace JournofHellStud. 71, 203ff.), in mariners' language the lowest deck of a ship (Timae., Poll.).
Compounds: As 1. member e. g. in θαλαμηπόλος f., late m. lady's maid, lady's servant; eunuch (Od.; -η- rhythmically conditioned, Schwyzer 438f.). - θαλάμη f. lair, den, cavity of the body (ε 432, E., Hp., Arist.), as nautical term = θάλαμος (Luc.): on θάλαμος -μη Porzig Satzinhalte 284.
Derivatives: θαλαμιά rowers shutter on the lowest deck of the ship (Hdt. 5, 33), also the oar at this deck (Ar. Ach. 533, inscr.); cf. Scheller Oxytonierung 129, on the meaning Morrison Class. Quart. 41, 125ff.; with θαλαμίας m. the rower in the θάλαμος or in the θαλαμιά (Th. 4, 32, App., Them.), with this meaning also θαλάμαξ (Ar. Ra. 1074; Schwyzer 497, Chantraine Formation 381) and θαλαμίτης (sch. ad loc.). From θάλαμος still the rare θαλαμήϊος (Hes. Op. 807, A. R.), θαλαμαῖος (Ph.), θαλαμίς (An. Ox.) and the denominative θαλαμεύομαι, θαλαμεύω being brought into the θάλαμος, take as wife (Ph., Hld. u. a.) with θαλαμεύτρια = νυμφεύτρια (Poll.); θαλάμευμα = θάλαμος E. Ba. 120 (lyr.), cf. Chantraine Formation 185; θαλαμευτός (Tim. Pers. 245).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: reminds of θόλος (s. v.), further unknown; Pre-Greek origin is quite possible. Acc. to E. Maaß RhM 77, 1ff. also to θάλος, θαλλός; well-founded doubts in Wahrmann Glotta 19, 213. Pelasgian etymology in v. Windekens Le Pélasgique 88f.; diff. Haas Jb. f. kleinas. Forsch. 3, 129ff. - [Not to ὀφθαλμός, s. v.]- The structure of the word (CαC-αC-) is typically Pre-Greek; it can be cognate with θόλος (Fur. 342).

Middle Liddell

θάλᾰμος, ὁ,
I. an inner room or chamber:
1. generally, the women's apartment, inner part of the house, Hom., Hdt.
2. a chamber in this part of the house:
a. a bed-room, Il.:— the bridechamber, Il., Soph., etc.
b. a store-room, Hom., Xen.
c. generally, a chamber, room, Od.
II. metaph., ὁ παγκοίτας θ. of the grave, Soph.; τυμβήρης θ. of the ark of Danae, Soph.; θάλαμοι ὑπὸ γῆς the realms below, Aesch.; θ. Ἀμφιτρίτης of the sea, Soph.; ἀρνῶν θ. their folds or pens, Eur., etc.
III. the lowest part of the ship, in which the θαλαμῖται sat, the hold.
IV. a shrine, temple, Anth.

Frisk Etymology German

θάλαμος: {thálamos}
Grammar: m.
Meaning: innerer, hinterer Raum des Hauses (im Gegensatz zu μέγαρον, δῶμα), als Frauen- und Schlafgemach, auch als Vorratskammer dienend (ep. poet. seit Il.; zur Bedeutung Wace JournofHellStud. 71, 203ff.), als Seeausdruck das tiefste Deck des Schiffes (Timae., Poll.).
Composita: Als Vorderglied z. B. in θαλαμηπόλος f., spät m. Kammerfrau, Zofe; Eunuch (seit Od.; -η- rhythmisch bedingt, Schwyzer 438f.). — θαλάμη f. Lager, Schlupfwinkel, Höhle, Höhlung im Körper (ε 432, E., Hp., Arist. usw.), als Seeausdruck = θάλαμος (Luk.): zu θάλαμος ~ -μη Porzig Satzinhalte 284.
Derivative: Ableitungen: θαλαμιά Ruderluke am tiefsten Deck des Schiffes (Hdt. 5, 33), auch das auf diesem Deck befindliche Ruder (Ar. Ach. 533, Inschr.); vgl. Scheller Oxytonierung 129, zur Bed. Morrison Class. Quart. 41, 125ff.; dazu θαλαμίας m. der im θάλαμος oder in der θαλαμιά sitzende Ruderer (Th. 4, 32, App., Them.), in dieser Bed. auch θαλάμαξ (Ar. Ra. 1074; Schwyzer 497, Chantraine Formation 381) und θαλαμίτης (Sch. z. St.). Von θάλαμος noch die vereinzelt belegten θαλαμήϊος (Hes. Op. 807, A. R.), θαλαμαῖος (Ph.), θαλαμίς (An. Ox.) und das Denominativum θαλαμεύομαι, θαλαμεύω ‘in den θάλαμος eingeführt werden bzw. einführen, zu Gattin genommen werden bzw. nehmen’ (Ph., Hld. u. a.) mit θαλαμεύτρια = νυμφεύτρια (Poll.); θαλάμευμα = θάλαμος schon E. Ba. 120 (lyr.), vgl. Chantraine Formation 185; θαλαμευτός (Tim. Pers. 245).
Etymology: Erinnert der Form, auch dem Sinne nach an θόλος (s. d.), aber sonst dunkel; vorgriechische Herkunft ist sehr wohl denkbar. Nach E. Maaß RhM 77, 1ff. auch zu θάλος, θαλλός; wohlbegründete Bedenken bei Wahrmann Glotta 19, 213. Pelasgische Etymologie bei v. Windekens Le Pélasgique 88f.; noch anders Haas Jb. f. kleinas. Forsch. 3, 129ff. — Fern bleibt ὀφθαλμός, s. d.
Page 1,648

English (Woodhouse)

bridal chamber

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἐσωτερικός χῶρος, κοιτώνας). Συγγενικό μέ τό θόλος.
Παράγωγα: θαλαμεύω (=ὁδηγῶ στό θάλαμο), θαλάμη (=τρύπα), θαλάμιος, θαλαμίτης, θαλαμηπόλος, θαλαμηγός.

Translations

bedroom

Abkhaz: ацәарҭа; Adyghe: зыщычъыехэрэ ун; Afrikaans: slaapkamer; Amharic: መኝታ ቤት, መኝታ ክፍል; Arabic: غُرْفَة نَوْم‎; Egyptian Arabic: أوضة نوم‎; Armenian: ննջարան, ննջասենյակ; Azerbaijani: yataq otağı; Basque: logela, etzaleku; Belarusian: спальня; Bulgarian: спалня; Burmese: အိပ်ခန်း; Catalan: dormitori, cambra; Chechen: дуьйшу чоь; Chinese Cantonese: 臥室/卧室; Mandarin: 臥室/卧室, 寢室/寝室; Czech: ložnice; Danish: soveværelse; Dutch: slaapkamer; Eastern Mari: малымвер; Esperanto: dormĉambro; Estonian: magamistuba; Ewe: anyimlɔxɔ; Faroese: sovikamar; Finnish: makuuhuone; French: chambre, chambre à coucher, dortoir, piaule; Georgian: საძინებელი ოთახი, საწოლი ოთახი; German: Schlafzimmer, Schlafstube; Greek: κρεβατοκάμαρα, υπνοδωμάτιο; Ancient Greek: δωμάτιον, εὐναστήριον, εὐνατήριον, θάλαμος, κοιτατήριον, κοιτών, οἴκημα; Greenlandic: sinittarfik; Gujarati: સૂવાનો ઓરડો, શયનખંડ; Hawaiian: lumi moe; Hebrew: חדר שינה‎ \ חֲדַר־שֵׁנָה‎; Hindi: शयनकक्ष, ख़्वाबगाह; Hungarian: háló, hálószoba; Icelandic: svefnherbergi; Ido: dormo-chambro; Inari Sami: uáđđimviste; Indonesian: kamar tidur, ruang tidur; Ingush: бийша бада цӏа; Irish: seomra leapa, seomra codlata; Italian: camera da letto, camera; Japanese: 寝室; Kazakh: жатын бөлме, жатаржай; Khmer: បន្ទប់ដេក, បន្ទប់គេង; Khoekhoe: ǁkhom ǃnâ-oms; Korean: 침실(寢室); Kyrgyz: уктоого арналган бөлмө; Ladino: kamareta d'echar; Lao: ຫ້ອງນອນ; Latin: cubiculum; Latvian: guļamistaba; Lithuanian: miegamasis; Luxembourgish: Schlofzëmmer; Macedonian: спална соба, спална; Malay: bilik tidur; Malayalam: കിടപ്പുമുറി; Maltese: kamra tas-sodda, dormitorju; Maori: rūma moe; Mongolian Cyrillic: унтлагын өрөө; Navajo: daʼnjah, daʼnjahí góneʼ; Norman: chambre, chàmbre; Northern Sami: oađđenlatnja; Norwegian Bokmål: soveværelse, soverom; Nynorsk: soverom; Old English: bedcleofa; Old French: chambre, cambre, canbre; Persian: اتاق خواب‎‎, اطاق خواب‎, خوابگاه‎; Plautdietsch: Schlopstow; Polish: sypialnia, szlafsztuba; Portuguese: quarto, dormitório; Quechua: puñuna wasi; Romanian: dormitor, dormitoare; Romansch: chombra da durmir, chombra; Russian: спальня; Samoan: potumoe; Scots: chaumer; Scottish Gaelic: seòmar-leapa, seòmar-cadail, seòmar-laighe; Serbo-Croatian Cyrillic: спаваоница, спаваћа соба; Roman: spavaónica, spavaća soba; Slovak: spálňa; Slovene: spalnica; Sorbian Lower Sorbian: spańska śpa; Upper Sorbian: spańska śpa; Spanish: alcoba, dormitorio, cuarto, habitación, pieza, recámara; Swahili: chumba cha kulala, pakulalia; Swedish: sovrum; Tagalog: silid-tulugan, silid-higaan; Tajik: хонаи хоб, хобгоҳ; Tatar: йокы бүлмәсе; Telugu: పడకగది; Thai: ห้องนอน; Tibetan: ཉལ་ཁང; Tok Pisin: rum slip; Turkish: yatak odası; Turkmen: ýatylýan otag; Tuvaluan: potumoe; Ukrainian: спальня; Urdu: خواب گاہ‎; Uzbek: yotoqxona, yotoq; Vietnamese: phòng ngủ, buồng ngủ; Volapük: slipacem; Welsh: ystafell wely, llofft; Yiddish: שלאָפֿצימער‎; Zhuang: fuengz, rug