θαμνάς

English (LSJ)

θαμνάδος, ἡ, (θάμνος) = ῥίζα, EM442.23.

German (Pape)

[Seite 1185] άδος, ἡ, die Wurzel, E. M. 442, 23. Vgl. θάμνος.

Greek (Liddell-Scott)

θαμνάς: -άδος, ἡ, (θάμνος) = ῥίζα, Ἐτυμ. Μ. 442. 23.

Greek Monolingual

θαμνάς, -άδος, ή (Α) θάμνος
ρίζα.