θανατιῶ, -άω (Α)είμαι ετοιμοθάνατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος, κατά τα ρήματα σε -ιάω τα δηλωτικά ασθένειας (πρβλ. λιθιάω, σπληνιάω].