θαρρούμενα
Greek Monolingual
θαρρούμενα (Μ)
επίρρ.
1. χωρίς φόβο, με θάρρος, με ασφάλεια
2. αυστηρά («πολλὰ ἐκατηγόρησεν τὸν ποδέσταν... καὶ εἶπεν του θαρρούμενα», Μαχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μέσου ενεστ. θαρρούμενος του ρ. θαρρώ].
θαρρούμενα (Μ)
επίρρ.
1. χωρίς φόβο, με θάρρος, με ασφάλεια
2. αυστηρά («πολλὰ ἐκατηγόρησεν τὸν ποδέσταν... καὶ εἶπεν του θαρρούμενα», Μαχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μτχ. μέσου ενεστ. θαρρούμενος του ρ. θαρρώ].