θαῦνον

English (LSJ)

θηρίον, Hsch. θαυσήκρι· θεωρεῖον, prob. f.l. for θατύς: ἰκρίον, θ., Id. θαχθῆμεν, v. θᾶξαι.

Greek (Liddell-Scott)

θαῦνον: «θηρίον» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θαῦνον, το (Α)
(κατά τον Ησύχ.) θηρίο.