θεάμων

English (LSJ)

[ᾱ], Ion. θεήμων, gen. ονος, ὁ, ἡ, spectator, APl.5.365.

German (Pape)

[Seite 1190] ονος, ὁ, Zuschauer, VLL., Synesius; s. θεήμων.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui contemple, qui regarde.
Étymologie: θεάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

θεάμων: Ἰων. θεήμων, ὁ, ἡ, θεατής, Ἀνθ. Πλαν. 365, Συνέσ. 128Β.

Greek Monolingual

θεάμων, ό, ή (AM, Α ιων. τ. θεήμων) θεώμαι
θεατής.

Greek Monotonic

θεάμων: [ᾱ], Ιων. θεήμων, ὁ, ἡ, ο θεατής, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

a spectator, Anth. [φρομ θεάομαι