θεώμαι
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
Greek Monolingual
(ΑΜ θεῶμαι, -άομαι, Α και ιων. τ. θηέομαι)
1. βλέπω με προσοχή, παρακολουθώ προσεχτικά με προσηλωμένο το βλέμμα
2. φρ. «πρὸς τὸ θεαθῆναι» — για να βλέπουν οι άλλοι, για επίδειξη
αρχ.
1. βλέπω με θαυμασμό ή έκπληξη (α. «θηεῡντο μέγα ἔργον», Ομ. Ιλ.
β. «λαοὶ δ' αὖ θηεῡντό τε θάμβησάν τε», Ομ. Ιλ.)
2. παρακολουθώ θεατρική παράσταση
3. παρακολουθώ τα συμβαίνοντα σαν θεατής σε θέατρο, χωρίς να μετέχω σ' αυτά
4. βλέπω, εξετάζω με τον νου («θεῶμαι τὸ ἀληθές»)
5. (η μτχ. πληθ. ως ουσ.) οἱ θεώμενοι
α) οι θεατές στο θέατρο
β) οι μάρτυρες, οι παρευρισκόμενοι σε μια σκηνή ή σε ένα επεισόδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θέα.
ΠΑΡ. θέαμα, θεατής, θεατός, θέατρο
αρχ.
θέασις.
ΣΥΝΘ. αρχ. αναθεώμαι, αποθεώμαι, διαθεώμαι, εκθεώμαι, ενθεώμαι, επαναθεώμαι, επιθεώμαι, καταθεώμαι, παραθεώμαι, περιθεώμαι, προθεώμαι, προσεπιθεώμαι, προσθεώμαι, συνθεώμαι].