θείωσις
German (Pape)
[Seite 1192] ἡ, das Göttlichmachen, Plut. Is. et Os. 2, l. d.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
η (Α) [[[θειώ]] (Ι)]
αποθέωση.
Russian (Dvoretsky)
θείωσις: εως ἡ θειόω II] обожествление: οἱ τελούμενοι θειώσεως (v. l. διὰ θειώσεως) Plut. посвященные в божественные таинства.