θεατροσκοπία
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτροσκοπία: ἡ, τὸ φοιτᾶν εἰς τὰ θέατρα, Συνέσ. 100Α, ἔνθα ἤδη θεατροκοπίαις.
Greek Monolingual
θεατροσκοπία, ή (Α) θεατροσκόπος
το να συχνάζει κάποιος στα θέατρα.
θεᾱτροσκοπία: ἡ, τὸ φοιτᾶν εἰς τὰ θέατρα, Συνέσ. 100Α, ἔνθα ἤδη θεατροκοπίαις.
θεατροσκοπία, ή (Α) θεατροσκόπος
το να συχνάζει κάποιος στα θέατρα.