θελοντής

English (LSJ)

θελοντοῦ, ὁ, = ἐθελοντής (q.v.), Hierocl.p.56A., v.l. in Hdt. 6.92.

German (Pape)

[Seite 1193] = ἐθελοντής, Porphyr. Schol. Hom. p. 246 Valck.

Greek (Liddell-Scott)

θελοντής: -οῦ, ὁ, = ἐθελοντὴς (ὃ ἴδε), Πορφύρ. παρὰ τῷ Λοβ. Φρυν. 7.

Greek Monolingual

θελοντής, ό (Α) θέλω
εθελοντής.