-ορος, ὁ, ἡ, = θεηδόχος, Hsch.
[Seite 1195] Gott aufnehmend, Sp.
θεοδέκτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, = θεοδόχος, ἡ τὸν θεὸν δεδεγμένη, Ἡσύχ.
θεοδέκτωρ, ὁ, ἡ (Μ)θεοδόχος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -δέκτωρ (< δέχομαι), πρβλ. οικοδέκτωρ, προδέκτωρ.