θεοπνευστία
Greek (Liddell-Scott)
θεοπνευστία: ἡ, θεία ἔμπνευσις, Ἐκκλ., ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 128.
Greek Monolingual
η (AM θεοπνευστία) θεόπνευστος
η θεία έμπνευση.
θεοπνευστία: ἡ, θεία ἔμπνευσις, Ἐκκλ., ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 128.
η (AM θεοπνευστία) θεόπνευστος
η θεία έμπνευση.