έμπνευση

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔμπνευσις)
1. παρακίνηση, παρόρμηση για κάτι
2. θεία φώτιση, θεοπνευστία
νεοελλ.
1. αιφνίδια δημιουργία μιας ιδέας χωρίς παρεμβολή της βουλήσεως («ξαφνικά μού ήρθε η έμπνευση να τον ρωτήσω»)
2. ποιητική, λογοτεχνική ή καλλιτεχνική σύλληψη
αρχ.
πνοή, φύσημα.