θεοσκεπής

Greek Monolingual

-ές (Μ θεοσκεπής, -ές)
αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -σκεπής (< σκέπας), πρβλ. ανεμοσκεπής, ασκεπής].