-ές (Μ θεοσκεπής, -ές)αυτός που βρίσκεται κάτω από την προστασία του θεού.[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -σκεπής (< σκέπας), πρβλ. ανεμοσκεπής, ασκεπής].