θεοσοφιστής

Greek Monolingual

ο, θηλ. θεοσοφίστρια
αυτός που ασχολείται με τη θεοσοφία ή ο οπαδός της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεοσοφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εστία].