θεούδεια

English (LSJ)

ἡ, fear of God, θεουδείῃ τ' ἐκέκαστο A.R.3.586; cf. θεουδής.

German (Pape)

[Seite 1198] ἡ, Gottesfürchtigkeit, Frömmigkeit; Ap. Rh. 3, 586; Nonn.

Russian (Dvoretsky)

θεούδεια: ἡ pl. богобоязненность, набожность Anth.

Greek (Liddell-Scott)

θεούδεια: ἡ, ὁ φόβος τοῦ θεοῦ, εὐσέβεια, ἁγιωσύνη, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 586· ἐν τῷ πληθ., Ἀνθ. Π. 1. 96, Νόνν. Ἰω. 3. 107.

Greek Monolingual

θεούδεια και θεουδείη, ἠ (Α) θεουδής
ο φόβος του θεού, η ευσέβεια.