θερμολουσία

English (LSJ)

ἡ, hot bathing, Hp.Insomn.93, Aret.CD1.3, Com.Adesp.56, Thphr. Sud.16, Ph.2.548, Agathin. ap. Orib.10.7 tit.

German (Pape)

[Seite 1202] ἡ, warmes Baden, Medic.; Plut. san. tu. p. 394; vgl. B. A. 4, 415.

Greek Monolingual

η (ΑΜ θερμολουσία) θερμολούτης
το λούσιμο με ζεστό νερό.

Russian (Dvoretsky)

θερμολουσία:горячая ванна Plut.