λούσιμο
From LSJ
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
Greek Monolingual
το (Μ λούσιμον) λούω
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του λούζω, το πλύσιμο, ιδίως του κεφαλιού
2. πλήθος από ύβρεις που λέγονται εναντίον κάποιου
μσν.
εξαγνισμός, κάθαρση.