-η, -ο (Μ θερμούτσικος και θερμούτζικος, -η, -ον)νεοελλ.κάπως θερμός, υπόθερμοςμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ θερμούτσικον ἡ θερμούτζικονζεστό νερό ή ζεστό ποτό.