θεσμοδότειρα

German (Pape)

[Seite 1203] ἡ, Gesetzgeberinn, Orph. h. Mus. 24.

Greek Monolingual

η
βλ. θεσμοδότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θεσμοδότης].