θεσμοδότης
From LSJ
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
English (LSJ)
ὁ, lawgiver, cj. for θεσμοθέτης, Longin.9.9:—fem. θεσμοδότειρα Orph.Εὐχή 25.
German (Pape)
[Seite 1203] ὁ, Gesetzgeber, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θεσμοδότης: ὁ, νομοθέτης, Ἰω. Μαλαλ.· θηλ. -δότειρα, Ὀππ. Ἁλ. 1. 25.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ θεσμοδότης, θηλ. θεσμοδότειρα)
αυτός που δίνει θεσμούς, νόμους, ο νομοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσμός + δότης < δίδωμι (πρβλ. αρτοδότης, εργοδότης, υπνο-δότης)].