θεσμοφόριον

English (LSJ)

τό,
A temple of Demeter Θεσμοφόρος, Ar.Th.278, 880, IG2.1059.12; at Delos, ib.11(2).159A17 (iii B.C.):—also θεσμοφορεῖον Theon Prog.5:
θεσμο-φόριον μέτρον, a form of dactylic metre, Mar.Vict.6.145 K.:

German (Pape)

[Seite 1203] τό, Tempel der Demeter θεσμοφόρος, Ar. Th. 278. 880; auch θεσμοφορεῖον, Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sanctuaire de Déméter législatrice.
Étymologie: θεσμοφόρος.

Russian (Dvoretsky)

θεσμοφόριον: τό тесмофории (храм Деметры-Законодательницы) Arph.

Greek (Liddell-Scott)

θεσμοφόριον: τό, ὁ ναὸς τῆς Δήμητρος Θεσμοφόρου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 278, 880, Συλλ. Ἐπιγρ. 103· - ὡσαύτως -εῖον, Θέων ἐν Walz Ρήτ. 1. 204. ΙΙ. θεσμοφόριον μέτρον Mar. Victor. ἐν Λατ. Γραμμ., ἔκδ. Keil, τ. VI. σ. 149. 19.

Greek Monotonic

θεσμοφόριον: τό, ο ναός της θεσμοφόρου Δήμητρας, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

θεσμοφόριον, ου, τό, [from θεσμοφόρια
the temple of Demeter Θεσμοφόρος, Ar.