θεσφατίζω

English (LSJ)

prophesy, Hsch.:—also θεσφᾰτ-όομαι, Id.

German (Pape)

[Seite 1204] weissagen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θεσφᾰτίζω: προφητεύω, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θεσφατίζω (Α) θέσφατος
προφητεύω, χρησμολογώ.