θέσφατος

From LSJ

αὐτὴ προσέσχε μαστὸν ἐν τὠνείρατι → in the dream, she offered her breast

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέσφᾰτος Medium diacritics: θέσφατος Low diacritics: θέσφατος Capitals: ΘΕΣΦΑΤΟΣ
Transliteration A: thésphatos Transliteration B: thesphatos Transliteration C: thesfatos Beta Code: qe/sfatos

English (LSJ)

θέσφατον, (θεός, φημί)
A spoken by God, decreed, μόρος A.Ag.1321; ἥκει θ. βίου τελευτή S.OC1472: mostly in phrase θέσφατόν ἐστι, it is ordained, ὣς γὰρ θ. ἐστι Il.8.477, cf. E.IA1556: c. dat. pers. et inf., σοὶ δ' οὐ θ. ἐστι… θανέειν Od.4.561, cf. 10.473, Pi.P.4.71, Orac.in Ar.Pax1073; so εἴ τι θ. πατρὶ… ἱκνεῖθ', ὥστε πρὸς παίδων θανεῖν S.OC969.
2 Subst. θέσφατα, τά, divine decrees, oracles, Od.11.151,297; παλαίφατα θ. 13.172, cf. Pi.I.8(7).34: sg., E.IT121.
II generally, wonderful, mighty, ἀήρ Od.7.143.—Cf. θεσπέσιος, θέσκελος.

German (Pape)

[Seite 1204] von Gott gesprochen, verkündet, von göttlichen Schicksalsbestimmungen oder Verhängnissen, θέσφατόν ἐστί μοι, c. lnf., es ist mir von Gott bestimmt, Od. 5, 561. 10, 473; ἃς γὰρ θέσφατόν ἐστι Il. 8, 477; θέσφατον ἦν, es war so bestimmt, verhängt, Pind. P. 4, 71, vgl. I. 7, 31; Ar. Par 1038; τὰ θέσφατα, göttliche Aussprüche, Weissagungen, Orakel, ἦ μάλα δή με παλαίφατα θέσφαθ' ἱκάνει πατρὸς ἐμοῦ, ὃς ἔφασκε, mich trifft die Weissagung des Vaters, geht in Erfüllung an mir, Od. 13, 172, vgl. 9, 507. 11, 151 Il. 8, 477; so bes. Tragg., θέσφατα Λοξίου Aesch. Spt. 600, θεῶν Pers. 787, Ζεὺς ἐπέσκηψεν τελευτὴν θεσφάτων 726, Λαΐου παλαιὰ θέσφατα Soph. O. R. 907, öfter, auch adj., ἥκει θέσφατος βίου τελευτή, das von Gott verheißene Ende des Lebens, O. C. 1470; Eur. u. Ar. Equ. 1229. 1245. – Allgemein, von Gott ausgehend, wie θεῖος, göttlich, ἀήρ Od. 7, 143. – Davon

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 annoncé par les dieux, prédit ; θέσφατόν ἐστι IL c'est la volonté des dieux ; θέσφατόν ἐστί μοι avec l'inf. OD c'est la volonté des dieux que je ; subst. τὸ θέσφατον, τὰ θέσφατα arrêt prononcé par les dieux, prédiction divine, oracle;
2 qui vient des dieux : ἀὴρ θέσφατος OD l'air divin.
Étymologie: θεός, φατός.

Russian (Dvoretsky)

θέσφᾰτος: θεός I]
1 возвещенный богом, сужденный свыше, предопределенный (μόρος Aesch.; βίου τελευτή Soph.): οὐ θέσφατόν ἐστι Hom., Arph. не суждено;
2 ниспосланный богом, божий (ἀήρ Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

θέσφᾰτος: -ον, (θεός, φημί), λαληθεὶς ὑπὸ τοῦ θεοῦ, ἀποφασισθείς, ὁρισθείς, προορισθείς, Λατ. fatalis, μόρος Αἰσχύλ. Ἀγ. 1321· ἥκει θέσφατος βίου τελευτὴ Σοφ. Ο. Κ. 1472· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῇ φράσει θέσφατόν ἐστι, εἶναι ὡρισμένον, «γραφτό», ὣς γὰρ θ. ἐστι Ἰλ. Θ. 477, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 1556· μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., σοὶ δ’ οὐ θ. ἐσ... θανέειν, δέν σοι εἶναι πεπρωμένον νὰ ἀποθάνῃς, Ὀδ. Δ. 561, πρβλ. Κ. 473, Πίνδ. Π. 4. 125, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1073· οὕτως, εἴ τι θ. πατρὶ … ἱκνεῖθ’ ὥστε πρὸς παίδων θανεῖν Σοφ. Ο. Κ. 969. 2) ὡς οὐσιαστ., θέσφατα, τά, θεῖαι ἀποφάσεις, χρησμοί, Ὀδ. Ι. 507, Λ. 151, 297· παλαίφατα θ. Ν. 172· οὕτως ἐν Πινδ. Ι. 8 (7). 66, Τραγ., Ἀριστοφ.· ὡσαύτως καθ’ ἑνικ., Εὐρ. Ι. Τ. 121. ΙΙ. καθόλου, ὡς τὸ θεῖος, ὑπὸ τοῦ θεοῦ ποιηθείς, ἀὴρ Ὀδ. Η. 143. -Πρβλ. τοὺς συνηθεστέρους Ὁμηρ. τύπους θεσπέσιος, θέσπις, θέσκελος.

English (Slater)

θέσφᾰτος ordained by heaven θέσφατον ἦν Πελίαν θανέμεν (P. 4.71) n. pl. pro subs. ἐπεὶ θεσφάτων ἐπάκουσαν (sc. οἱ θεοί) (I. 8.31)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α θέσφατος, -ον)
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θέσφατα
οι θείες εντολές ή προφητείες, οι χρησμοί
αρχ.
1. αυτός που έχει εξαγγελθεί, που έχει λεχθεί από τον θεό, μοιραίος
2. ο σταλμένος από τον θεό, ο θείος
3. φρ. «θέσφατόν ἐστι» — είναι ορισμένο, γραμμένο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεσ- (βλ. θεο-) + -φατος (< φατός, ρηματ. επίθ. του φημί), πρβλ. άφατος, πρόσφατος.
ΠΑΡ. αρχ. θεσφατίζω, θεσφατώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. αθέσφατος, θεσφατηλόγος.

Greek Monotonic

θέσφᾰτος: -ον (θεός, φημί),
I. 1. αυτός που έχει ειπωθεί από το θεό, προαποφασισμένος, ορισμένος, τελεσίδικος, Λατ. fatalis, σε Αισχύλ., Σοφ.· θέσφατόν ἐστι, είναι ορισμένο, «γραφτό», σε Ομήρ. Ιλ.· σοὶδ' οὐ θέσφατόν ἐστι θανέειν, δεν είναι το πεπρωμένο σου να πεθάνεις, σε Ομήρ. Οδ.
2. ως ουσ., θέσφατα, τά, θείες αποφάσεις, χρησμοί, στο ίδ., Τραγ., κ.λπ.
II. γενικά, όπως το θεῖος, θεϊκός, ουράνιος, σε Ομήρ. Οδ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: decreed by a god, decided (Il.), also enormous (ἀήρ η 143; cf. ἀχλὺς θεσπεσίη η 42; diff. Schwyzer Glotta 12, 10).
Origin: IE [Indo-European] [259] *dʰeh₁s- god
Etymology: Compound from *θεσ- god (s. θεός) and φημί with το-suffix; cf. ἄ-φα-τος, also διφάσιος a. o. - Also ἀ-θέσφατος (ὄμβρος, θάλασσα a.o.; Il.), prop. "what has not been decreed, decided by the gods", i. e. "what does not fit in a given order" (H. Fränkel Ἀντίδωρον 281f.), but rather only with pleonastic ἀ- privativum like ἀ-βέλτερος; cf. ἀμαιμάκετος, ἀπειρέσιος and other expressive adjectives.

Middle Liddell

θέσ-φᾰτος, ον θεός, φημί
I. spoken by God, decreed, ordained, appointed, Lat. fatalis, Aesch., Soph.: θέσφατόν ἐστι it is ordained, Il.; σοὶ δ' οὐ θ. ἐστι θανέειν 'tis not appointed thee to die, Od.
2. as substantive, θέσφατα, τά, divine decrees, oracles, Od., Trag., etc.
II. generally, like θεῖος, divine, Od.

Frisk Etymology German

θέσφατος: {thésphatos}
Meaning: von einem Gott verkündet, bestimmt (ep. poet. seit Il.), auch s. v. a. gewaltig (ἀήρ η 143; vgl. ἀχλὺς θεσπεσίη η 42; anders Schwyzer Glotta 12, 10).
Etymology: Zusammenbildung aus *θεσ- Gott (s. θεός) und φημί mittels des το-Suffixes; vgl. ἄφατος, auch διφάσιος u. a. — Daneben ἀθέσφατος (ὄμβρος, θάλασσα u. a.; ep. poet. seit Il.), wörtlich "was von den Göttern nicht verkündet, bestimmt ist", d. h. "was sich einer bestehenden Ordnung nicht fügt" (H. Fränkel Ἀντίδωρον 281f.), aber eher nur mit pleonastischem ἀ- privativum wie ἀβέλτερος; vgl. ἀμαιμάκετος, ἀπειρέσιος und andere expressive Beiwörter.
Page 1,668

English (Woodhouse)

fated, appointed by doom, appointed by fate

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού τόν ὅρισε ὁ θεός). Σάν οὐσ. τά θέσφατα (=οἱ χρησμοί). Σύνθετο ἀπό τό θεός + φημί. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό ρῆμα φημί και στή λέξη θεός.