θεωροσύνη

English (LSJ)

ἡ, = θεωρία, Man.4.460.

German (Pape)

[Seite 1206] ἡ, = θεωρία, Maneth. 4, 460.

Greek (Liddell-Scott)

θεωροσύνη: ἡ, = θεωρία, Μανέθων 4. 460.

Greek Monolingual

θεωροσύνη, ἡ (Α)
η θεωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεωρός. Μτγν. παράλλ. τ. του θεωρία.