θεόθρεπτος

English (LSJ)

θεόθρεπτον, = θεοθρέμμων (maintained by God), Sch. A. Pers. 905.

German (Pape)

[Seite 1195] dasselbe, Schol. Aesch. Pers. 905.

Greek Monolingual

θεόθρεπτος, -ον (Α)
θεοθρέμμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -θρεπτος (< τρέφω), πρβλ. ελαιόθρεπτος, οικόθρεπτος].