θηκάρι

Greek Monolingual

και φηκάρι και φουκάρι, το (ΑΜ θηκάριον) θήκη
μικρή θήκη ξίφους ή μαχαιριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θήκη + κατάλ. -άρι, πρβλ. βλαστάρι, ζευγάρι].