v. θηλυμανής.
[Seite 1207] ἡ, rasende Liebe zu den Weibern, K. S.
η (ΑΜ θηλυμανία) θηλυμανήςη μανιώδης τάση για σύναψη ερωτικών σχέσεων με γυναίκες.