θηραρχία

English (LSJ)

v. θήραρχος.

Greek Monolingual

θηραρχία, ἡ (Α) θήραρχος
1. η οδήγηση και επιστασία θηρίων, κυρίως ελεφάντων κατά τον πόλεμο
2. το αξίωμα του θηράρχου.