θήραρχος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θήραρχος Medium diacritics: θήραρχος Low diacritics: θήραρχος Capitals: ΘΗΡΑΡΧΟΣ
Transliteration A: thḗrarchos Transliteration B: thērarchos Transliteration C: thirarchos Beta Code: qh/rarxos

English (LSJ)

ὁ, commander of two elephants, Ascl.Tact.9, Ael.Tact.23:—hence θηραρχία, ἡ, his command, Ascl.Tact.9.

German (Pape)

[Seite 1208] ὁ, Aufseher über Elephanten, Ael. Tact. 22.

Greek (Liddell-Scott)

θήραρχος: ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἐλέφαντα, Αἰλ. Τακτ. 23· πρβλ. ζῴαρχος.

Greek Monolingual

θήραρχος, ὁ (Α)
ο οδηγός ελεφάντων, αυτός που διαθέτει και εξουσιάζει ελέφαντες κατά τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -αρχος (< αρχός< άρχω), πρβλ. έπ-αρχος, ταξί-αρχος].