θνησείδιον

English (LSJ)

τό, carcase of an animal, ἐσθίειν κενέβρειόν τε καὶ θ. Ael. NA6.2 (θν. preferred to κ. by Phryn.PS p.75 B.); ἐσθῆτα ἀπὸ θνησειδίων φορεῖν Philostr.VA8.7.4; ἅψασθαι θνησειδίων Porph.Abst.4.16, cf. D.L.8.33:—Aeol. θνᾱσίδιον Schwyzer633.14 (Eresus, ii/i B.C.).

German (Pape)

[Seite 1212] τό, das Aas, von B. A. 43 dem κενέβριον vorgezogen, während Hdn. richtig κενέβριον für älter u. besser erklärt; Ael. H. A. 6, 1 u. Sp.; auch von verrecktem Tiere Gemachtes.

Greek Monolingual

θνησείδιον, τὸ (Α)
(για ζώο) νεκρό σώμα, πτώμα ζώου, ψοφίμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θνη- του θνῄσκω + υποκορ. κατάλ. -είδιον (πρβλ. αμφορείδιον, βασιλείδιον, γραφείδιον)].