θοίνα

English (LSJ)

Doric for θοίνη.

Russian (Dvoretsky)

θοίνα: ἡ дор. = θοίνη.

Greek (Liddell-Scott)

θοίνα: ἡ, ἴδε θοίνη.

English (Slater)

θοίνα feast εὐ]δαιμόνων βρομιάδι θοίνᾳ πρέπει[ Δ. 1. 11.

Greek Monolingual

θοίνα, ἡ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. θοίνη.

Greek Monotonic

θοίνα: ἡ, Δωρ. αντί θοίνη.